- μονόξοος
- μονόξοος, -ον (Α)(για δέντρα) αυτός που έχει μία μόνο κτηδόνα*, δηλ. έναν μόνο κύκλο στην τομή τού κορμού του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ξοος (< ξέω «ξύνω»), πρβλ. λιθο-ξόος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοξόους — μονόξοος singly cleft masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόξοα — μονόξοος singly cleft neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek